Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδημία η [apoδimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδημώ. 1. (νομ.) έξοδος από τη χώρα: Aπαγόρευση αποδημίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ατόμων που εναντίον τους έχει ασκηθεί δίωξη για κακούργημα ή ορισμένο πλημμέλημα, ή που έχουν εκκρεμείς στρατολογικές υποχρεώσεις. Δημοσιεύτηκε κατάλογος προσώπων των οποίων απαγορεύτηκε η ~. || (εκκλ.) ιερές αποδημίες, ομαδικές μεταβάσεις πιστών σε ιερούς τόπους για προσκύνημα. 2. (ζωολ.) ομαδική και περιοδική μετακίνηση ορισμένων ζώων σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν: H ~ των πουλιών.
[λόγ. < αρχ. ἀποδημία `ταξίδι μακριά από την πατρίδα΄ & σημδ. γαλλ. migration]