Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στούντιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στούντιο το [stúdio] Ο (άκλ.) : 1α. χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος και εξοπλισμένος για τη λήψη φωτογραφιών, για το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών ή για την εγγραφή δίσκων: Φωτογραφικό / κινηματογραφικό / τηλεοπτικό ~. ~ δισκογραφικής εταιρείας. β. εργαστήριο καλλιτέχνη· ατελιέ. 2. διαμέρισμα ενός μεγάλου συνήθ. δωματίου ή ανεξάρτητο δωμάτιο που χρησιμοποιείται ως υπνοδωμάτιο και ως γραφείο.

[λόγ. < αγγλ. studio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες