Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διατηρητέος -α -ο [δiatiritéos] Ε4 : που επίσημα έχει αποφασιστεί να διατηρηθεί, να προστατευθεί από κάθε φθορά: Διατηρητέο μνημείο. Ολόκληρη περιοχή της πόλης χαρακτηρίστηκε διατηρητέα. || (ως ουσ.) το διατηρητέο, κτίσμα που έχει κριθεί διατηρητέο: Tα διατηρητέα της Θεσσαλονίκης.
[λόγ. διατηρη- (διατηρώ) -τέος]