Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμπερή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμπερής -ής -ές [δiamberís] Ε10 : που είναι τρυπημένος από τη μια ως την απέναντι πλευρά: Διαμπερές τραύμα. || Διαμπερές διαμέρισμα, που έχει ανοίγματα, δηλαδή πόρτες ή παράθυρα, σε δύο διαμετρικά αντίθετες πλευρές.

[λόγ. < αρχ. διαμπερής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες