Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαινισμένο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαινισμένος, -η, -ο [anacenizménos] (L)
  • renovated, renewed, reconditioned (near-syn ανανεωμένος):
    • ανακαινισμένη εκκλησία |
    • ανακαινισμένο φρούριο, σπίτι, κτίσμα, θέατρο

[ppp of ανακαινίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες