Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαινισμένος, -η, -ο [anacenizménos] (L)
- renovated, renewed, reconditioned (near-syn ανανεωμένος):
- ανακαινισμένη εκκλησία |
- ανακαινισμένο φρούριο, σπίτι, κτίσμα, θέατρο
[ppp of ανακαινίζω]
- renovated, renewed, reconditioned (near-syn ανανεωμένος):