Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έγγειος -α / -ος -ο [éngios] Ε15 : (λόγ.) που αναφέρεται στη γη (στο έδαφος): ~ ιδιοκτησία / πρόσοδος. Έγγειες βελτιώσεις, κάθε είδους επεμβάσεις στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με τις οποίες επιδιώκεται η παραγωγικότερη εκμετάλλευσή του (π.χ. άρδευση, αποξήρανση ελών κτλ.)· (πρβ. εγγειοβελτιωτικά έργα): Οργανισμός Εγγείων Bελτιώσεων. Έγγειοι φόροι, που επιβάλλονται σε κπ. για τα έσοδα που αποκομίζει από την καλλιέργεια της γης.
[λόγ. < αρχ. ἔγγειος `της γης, κτηματική περιουσία΄ & σημδ. γαλλ. foncier]