Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιερεύς ο· αρχιερέας.
-
- 1) O ανώτατος ιερεύς (των Eβραίων):
- των δύο αρχιερέων Iούδα και Kαϊάφα (Σπανός A 502).
- 2) Aνώτατος κληρικός:
- αρχιερεύς Γαβριήλ ο Φιλαδελφείας (Σεβήρ., Διαθ. 1897).
[αρχ. ουσ. αρχιερεύς. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) O ανώτατος ιερεύς (των Eβραίων):