Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] Ρ5.1β : είμαι αντίπαλος κάποιου και ενεργώ εναντίον του σε ό,τι έχει σχέση με την πολιτική και γενικά με τη διαχείριση των κοινών. ANT συμπολιτεύομαι: ~ τη διοίκηση του συλλόγου / του σωματείου στο οποίο ανήκω. ~ την ηγεσία του κόμματός μου. Kόμμα που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση ή αντιπολιτευόμενο κόμμα. Aντιπολιτευόμενη εφημερίδα. || (παρωχ., ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι, το σύνολο των πολιτικών που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. || (επέκτ.) εναντιώνομαι σε κπ., διαφωνώ μαζί του: Διαρκώς με αντιπολιτεύεσαι, ποτέ δε συμφωνείς μαζί μου.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπολιτεύομαι `είμαι πολιτικός αντίπαλος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] aor αντιπολιτεύθηκα (L)
- oppose (a political party in power, the government etc):
- αντιπολιτεύονται το κυβερνητικό έργο |
- ~ τον κυβερνήτη |
- κατηγορούν τον τύπο όχι ότι αντιπολιτεύθηκε το φασισμό αλλά ότι εσιώπησε (Athanasiadis-N) |
- ίδρυσε ένα καινούργιο κόμμα κι άρχισε να αντιπολιτεύεται το συνασπισμό με πολύ μπρίο (Theotokas)
[fr kath (neol) αντιπολιτεύομαι, cpd w. πολιτεύομαι; cf cpd (Koumanoudis) αντιπολιτευομενοσυμπολιτευόμενοι]
- oppose (a political party in power, the government etc):