Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ώχρα η [óxra] Ο25 : α. ορυκτή ύλη από άργιλο και οξείδια του σιδήρου ή μαγνήσιο. β. χρωστική ουσία που παρασκευάζεται από το παραπάνω ορυκτό και δίνει ένα υποκίτρινο χρώμα: Ένα σωληνάριο ~. Σκόνη ώχρας.
[λόγ. < αρχ. ὤχρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωχραίνω [oxréno] Ρ7.2α : α. αποκτώ υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα. β. δίνω σε κτ. υποκίτρινο (ωχρό) χρώμα.
[λόγ. < ελνστ. ὠχραίνω]