Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ώσμωση η [ózmosi] Ο33 : (φυσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μέρη ενός υγρού ή διαλύματος διεισδύουν σε άλλο το οποίο χωρίζεται από το πρώτο με μεμβράνη που επιτρέπει τη δίοδο στη διαλυτική ουσία όχι όμως και στη διαλυμένη· (πρβ. διαπίδυση): Οι νόμοι της ώσμωσης.
[λόγ. < αγγλ. osmosis < γαλλ. osmose από σύντμ. των (end)osmose & (ex)osmose (ενδ-, εξ-) `ώθηση από λιγότερο προς περισσότερο παχύρρευστο διάλυμα΄ < αρχ. ὠσμός `σπρώξιμο΄ (-sis κατά το αρχ. -σις > -ση)]