Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύψιστος -η -ο [ípsistos] Ε5 λόγ. θηλ. και υψίστη : 1.υπερθετικός βαθμός του υψηλός, συνήθ. για να δηλωθεί το ανώτατο επίπεδο μιας κλίμακας όμοιων πραγμάτων: Θέματα ύψιστης σπουδαιότητας. Διακυβεύονται ύψιστα συμφέροντα. Οι φυλακές υψίστης ασφαλείας της Kέρκυρας. 2. (ως ουσ.) ο Ύψιστος, ο Θεός. (έκφρ.) ανεξερεύνητες οι βουλές* του Yψίστου. Ύψιστε Θεέ!, ως επιφώνημα έκπληξης ή δυσαρέσκειας.
[λόγ.: 1: αρχ. ὕψιστος· 2: ελνστ. σημ.]