Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύφασμα το [ífazma] Ο49 : επιφάνεια μαλακή και ανθεκτική που σχηματίζεται από την κανονική διαπλοκή οριζόντιων και κάθετων νημάτων στον αργαλειό ή σε ανάλογο μηχάνημα: ~ μάλλινο / βαμβακερό / μεταξωτό. ~ από συνθετικές ίνες. ~ μονόχρωμο / πολύχρωμο / εμπριμέ. Mονόφαρδο / διπλόφαρδο ~. Θέλω ένα ~ που να μην μπαίνει στο πλύσιμο. Εμπορεύεται υφάσματα. Yφάσματα επιπλώσεων. ~ για σεντόνια / για πουκάμισα.
[λόγ. < αρχ. ὕφασμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφασματέμπορος ο [ifazmatémboros] Ο20α & (προφ.) υφασματέμπορας ο [ifazmatémboras] Ο5 : έμπορος υφασμάτων.
[λόγ. υφασματ- (ύφασμα) + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]