Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύφανση η [ífansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υφαίνω· ο τρόπος με τον οποίο έχουν υφανθεί τα νήματα: Πυκνή / αραιή ~. Στην ~ υπήρχαν χρυσές κλωστές. Aσχολείται με την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὕφαν(σις) -ση]