Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύστατος -η -ο [ístatos] Ε5 : ο εντελώς τελευταίος, αυτός που έχει το χαρα κτήρα του οριστικού και τελεσίδικου, συνήθ.: α. όταν δεν υπάρχει περιθώριο άλλης δράσης: Έκανε την ύστατη προσπάθεια. Έφτασε την ύστα τη στιγμή. β. μπροστά στο θάνατο: Ο ~ χαιρετισμός / αποχαιρετισμός. Tο ύστατο χαίρε*.
[λόγ. < αρχ. ὕστατος]