Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύπτιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπτιο το [íptio] Ο40 : (λόγ., γραμμ.) σουπίνο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ύπτιος σημδ. υστλατ. supinum (επειδή “στηρίζεται” στο ρήμα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπτιος -α -ο [íptios] Ε6 : που βρίσκεται με τη ράχη προς τα κάτω: Ύπτια θέση / στάση, θέση στην οποία βρίσκεται το σώμα, όταν είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω: Tο πτώμα βρέθηκε σε ύπτια θέση. || Ύπτια κολύμβηση, που γίνεται με το σώμα σε ύπτια θέση και ως ουσ. το ύπτιο, είδος κολύμβησης. ύπτια & (λόγ.) υπτίως ΕΠIΡΡ ανάσκελα.

[λόγ. < αρχ. ὕπτιος· λόγ. < ελνστ. ὑπτίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες