Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύποπτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύποπτος -η -ο [ípoptos] Ε5 : 1.που με βάση ορισμένες ενδείξεις γεννά υποψίες ότι πρόκειται για κτ. αξιόμεμπτο, παράνομο κτλ.: H δουλειά αυτή μου φαίνεται ύποπτη. Aσχολείται με ύποπτες επιχειρήσεις. Ύποπτες συναλλαγές. H στάση του / η συμπεριφορά του μου φαίνεται ύποπτη. Συχνάζει σε ύποπτους χώρους. Παρατήρησα διάφορες ύποπτες κινήσεις. || Συναντιέται κρυφά με διάφορα ύποπτα πρόσωπα. || (ως ουσ.) ο ύποπτος, αυτός που συγκεντρώνει τις υποψίες ότι είναι αίτιος ή αυτουργός αξιόμεμπτων πράξεων, για τον οποίο υπάρχουν ενοχοποιητικά στοιχεία: H αστυνομία συνέλαβε τρεις υπόπτους. || Θεωρήθηκε ~ κλοπής / διαφυγής. 2. για κτ., οπωσδήποτε όχι θετικό ή ευχάριστο, το οποίο θεωρείται ως πιθανό, χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκή στοιχεία: Οι εξετάσεις παρουσίασαν κάτι ύποπτο στο συκώτι. Ύποπτα συμπτώματα. Ύποπτες ενδείξεις. || Άκουσα έναν ύποπτο θόρυβο. ύποπτα ΕΠIΡΡ: Kινείται ~.

[λόγ. < αρχ. ὕποπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες