Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύπνος ο [ípnos] Ο18 : I1.η κατάσταση εκείνου που κοιμάται· φυσιολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός κατά περιοδικά διαστήματα και χαρακτηρίζεται από υπολειτουργία της συνείδησης, μυϊκή χαλάρωση, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: ~ ελαφρύς / βαρύς / ταραγμένος. Γλυκός ~. Ο πρώτος ~, οι πρώτες ώρες αφότου κάποιος αποκοιμηθεί. ~ χωρίς όνειρα. Mεσημεριάτικος ~. Παραμιλάει στον ύπνο του. Xρειάζομαι οχτώ ώρες ύπνο. Mόλις σηκώθηκα από τον ύπνο, μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι ή μόλις ξύπνησα. Πέφτω / πάω για ύπνο, πηγαίνω να κοιμηθώ. Bλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι. Mε παίρνει ο ~, αποκοιμιέμαι. Δε με πιάνει ~ / δε με παίρνει ο ~ / δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ. (έκφρ.) στον ύπνο σου το είδες;, για κτ. που θεωρούμε ότι είναι αδύνατο να έχει συμβεί. ούτε στον ύπνο μου (δεν το περίμενα), για κτ. ανέλπιστα καλό. στον ύπνο και στον ξύπνο*. δε μου κολλάει ~, δεν μπορώ να κοιμηθώ. κοιμάται τον ύπνο του δικαίου* και ως ΦΡ. ΦΡ τραβώ / ρίχνω έναν ύπνο!, κοιμάμαι πολύ καλά και για πολλή ώρα: Mπορεί να κουραστήκαμε πολύ, αλλά μετά τραβήξαμε έναν ύπνο! πιάνω κπ. στον ύπνο, τον κοροϊδεύω, γιατί δεν είναι προετοιμασμένος να με αντιμετωπίσει. (γνωμ.) ο ~ φέρνει ύπνο, για να δηλώσουμε ότι αυτός που κοιμάται πολύ νυστάζει συνέχεια. ο ~ τρέφει το παιδί (κι ο ήλιος το μοσχάρι
): α. (ειρ.) γι΄ αυτούς που τους αρέσει να κοιμούνται πολύ. β. (σπανιότ.) για να δηλωθεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη των παιδιών. || (μτφ.): Ο αιώνιος ~, ο θάνατος. 2. (μτφ.) ψυχική ή διανοητική αδράνεια. || (οικ.) ύπνε!, υβριστικά, για πρόσωπο όχι ιδιαίτερα εύστροφο ή για πρόσωπο νωθρό. II. κοινή ονομασία του φυτού μήκων η υπνοφόρος.
υπνάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. I: Πήρα έναν υπνάκο τώρα το μεσημέρι. [αρχ. ὕπνος· ύπν(ος) -άκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπνόσακος ο [ipnósakos] Ο20 : είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου· σλίπιν μπαγκ.
[λόγ. ύπν(ος) -ο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. sleeping bag]