Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύδραρθρο το [íδrarθro] Ο42 : (ιατρ.) παθολογική συγκέντρωση υγρού σε μια άρθρωση εξαιτίας κάκωσης, λοίμωξης κτλ.
[λόγ. < γαλλ. hydrarthe < hydr(o)- = υδρ(ο)- + -arthe < αρχ. ἄρθρον (δες άρθρο5)]