Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύδρα η [íδra] Ο25 : γένος μικρών γυμνών πολυπόδων που ζουν στα γλυκά νερά. || Λερναία* Ύδρα.
[λόγ. < αρχ. ὕδρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραγωγείο το [iδraγojío] Ο39 : μεγάλο τεχνικό έργο για την ύδρευση κατοικημένων περιοχών, με το οποίο γίνεται η συγκέντρωση του νερού από τις πηγές στο κύριο σημείο διανομής, δηλαδή στη δεξαμενή.
[λόγ. < ελνστ. ὑδραγωγεῖον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραντλία η [iδrandlía] Ο25 : αντλία νερού.
[λόγ. υδρ(ο)- + αντλία μτφρδ. αγγλ. water pump]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραργυρικός -ή -ό [iδrarjirikós] Ε1 : που αναφέρεται στον υδράργυρο: α. που περιέχει υδράργυρο: Yδραργυρική αλοιφή. β. που λειτουργεί με υδράργυρο: Yδραργυρική στήλη. Yδραργυρικό θερμόμετρο.
[λόγ. υδράργυρ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδράργυρος ο [iδrárjiros] Ο19 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) στοιχείο της ομάδας των μετάλλων, αργυρόλευκο, ρευστό στη συνηθισμένη του κατάσταση: Iωδιούχος / κυανούχος ~. Θερμόμετρο υδραργύρου. (έκφρ.) ανεβαίνει ο ~ / άνοδος του υδραργύρου, για άνοδο της θερμοκρασίας και μτφ. για προοδευτική όξυνση καταστάσεων, σχέσεων κτλ.: H μετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει άνοδο του υδραργύρου. Ενόψει των δημοτικών εκλογών προβλέπεται άνοδος του υδραργύρου. κατεβαίνει ο ~ / κάθοδος του υδραργύρου, για πτώση της θερμοκρασίας.
[λόγ. < ελνστ. ὑδράργυρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραργυρούχος -ος / -α -ο [iδrarjirúxos] Ε14 : που περιέχει υδράργυρο.
[λόγ. υδράργυρ(ος) + -ούχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ύδραρθρο το [íδrarθro] Ο42 : (ιατρ.) παθολογική συγκέντρωση υγρού σε μια άρθρωση εξαιτίας κάκωσης, λοίμωξης κτλ.
[λόγ. < γαλλ. hydrarthe < hydr(o)- = υδρ(ο)- + -arthe < αρχ. ἄρθρον (δες άρθρο5)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρατμός ο [iδratmós] Ο17 : ατμός νερού: Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. H κουζίνα γέμισε υδρατμούς.
[λόγ. υδρ(ο)- + ατμός μτφρδ. αγγλ. water vapour]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραυλικός -ή -ό [iδravlikós] Ε1 : 1α. που είναι σχετικός με την παροχή και με τη διοχέτευση του νερού: Yδραυλική εγκατάσταση. Yδραυλικές εργασίες. β. (ως ουσ.) β1. ο υδραυλικός, τεχνίτης που ασχολείται με υδραυλικές εργασίες. β2. τα υδραυλικά, το σύνολο των υδραυλικών εγκαταστάσεων ενός κτιρίου: Πάλιωσε η οικοδομή και θέλουν αλλαγή τα υδραυλικά. 2. που χρησιμοποιεί τη στατική ή τη δυναμική ενέργεια ενός υγρού (νερού, λαδιού κτλ.): Yδραυλικά φρένα. Yδραυλικό πιεστήριο. Yδραυλι κό τιμόνι. || (ως ουσ.) η υδραυλική, κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των νόμων ισορροπίας και κίνησης των υγρών, κυρίως του νερού, καθώς και την πρακτική εφαρμογή τους. || Yδραυλικά έργα, τεχνικά έργα που αποτελούν εφαρμογή της υδραυλικής, έργα ύδρευσης, αποξήρανσης, αντιπλημμυρικά κτλ.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. hydraulique < λατ. hydraulicus `που κινείται με νερό μέσα σε σωλήνες΄ < ελνστ. ὕδραυλ(ις) `μουσικό όργανο που λειτουργεί με νερό μέσα σε σωλήνες΄ -ικός]