Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όψις ‑ψη (II) η.
-
- 1) Εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, μορφή ατόμου ή πράγματος:
- (Λίβ. Sc. 1712), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [614]), (Βίος Αλ. 5658), (Χούμνου, Κοσμογ. 2186)·
- φρ. φέρω όψιν = επανακτώ την παλιά μου εμφάνιση, το παρουσιαστικό μου:
- (Γλυκά, Στ. 218).
- 2)
- α) Πρόσωπο:
- (Συναξ. γυν. 504), (Απόκοπ. 117), (Διγ. Gr. 2195)·
- (με πλεονασμό) η όψις του προσώπου = το πρόσωπο:
- (Ερμον. Ψ 291)·
- β) τα χαρακτηριστικά του προσώπου, φυσιογνωμία:
- το απ’ εκείνου πρόσωπον γέροντος είδες όψιν (Λίβ. N 300· Διγ. Esc. 110)·
- γ) έκφραση του προσώπου, ύφος:
- (Ροδολ. Έ 299), (Ερωφ. Δ́ 153), (Πανώρ. Έ 145)·
- φρ. χάνω την όψιν μου ή χάνεται η όψις μου = αλλοιώνεται η έκφραση του προσώπου μου:
- (Αχιλλ. O 669), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 576)·
- δ) (συνεκδ.) άνθρωπος:
- η σπάθη του θανάτου πάντα γαρ αεί τε τέμνει· όψιν γαρ ποσώς ου βλέπει (Ερμον. Υ 345).
- α) Πρόσωπο:
- 3) (Στον πληθ.)
- α) μάτια:
- (Διγ. Gr. 2470)·
- β) (συνεκδ.) βλέμμα, ματιά:
- τροπήν έξω εποίησαν …, μηδόλως επιστρέψαντες προς με τας όψεις φέρειν (Διγ. Z 3558)·
- φρ. επιβάλλω όψιν, βλ. επιβάλλω I2.
- α) μάτια:
- 4)
- α) Επιφάνεια:
- άλλοι να κείτουνται στης γης την όψιν αποκάτου και άλλοι τον κόσμον χαίρονται (Τζαμπλάκ. 71· Μαλαξός, Νομοκ. 393)·
- (προκ. για θάλασσα):
- στου γιαλού την όψη τραγουδούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33422)·
- β) (συνεκδ.) γη:
- είδον … πηγάς εις όψιν βρύοντας (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 45).
- α) Επιφάνεια:
[αρχ. ουσ. όψις. Η λ. (‑ψη) και σήμ.]
- 1) Εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, μορφή ατόμου ή πράγματος:
[Λεξικό Κριαρά]
- όψις (I) ο· θηλ. ? όψιδα· οψίδα.
-
- 1) Όμηρος:
- Ο καπετάνιος σύναξεν όλον του το φουσσάτο στην χώραν εγκατέβηκεν, όψιδες τους ηπήρεν. (Χρον. Τόκκων 1008).
- 2) Άτομο που παρέχεται ως εγγύηση για την εκτέλεση υπόσχεσης, συμφωνίας ή συνθήκης:
- εζήτησεν όψιδας ευγενείς άνδρας, ίνα έλθωσι και ευρίσκωνται μετά των κομήτων, μέχρις αν αυτός επαναστρέψῃ (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 391· Χρον. Μορ. H 7575).
[<λατ. obses ‑idis. Το θηλ. στο TLG και στο Du Cange. Η λ. τον 9. αι. και στο Du Cange]
- 1) Όμηρος: