Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όψιμος, επίθ.
-
- Που γίνεται ή γεννιέται αργά, καθυστερημένα, όψιμος:
- (Πεντ. Έξ. IX 32)·
- (εδώ πιθ. για ζώα καχεκτικά, αδύνατα):
- ήτον τα όψιμα (ενν. του ποίμινιου) του Λάβαν και τα πρώιμα του Ιαακώβ (αυτ. Γέν. XXX 42).
[αρχ. επίθ. όψιμος. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Που γίνεται ή γεννιέται αργά, καθυστερημένα, όψιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όψιμος -η -ο [ópsimos] Ε5 : ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. Ο ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια.
όψιμα ΕΠIΡΡ: Ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε ~. [αρχ. ὄψιμος]