Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όχλος ο [óxlos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) 1. για σύνολο πολλών ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από ομαδική ψυχολογία και κυριαρχία των ενστίκτων: Ο ~ ωρυόταν ζητώντας την τιμωρία του. Ψυχολογία του όχλου. 2. για κοινωνικές τάξεις ή στρώματα που χαρακτηρίζονται από ταπεινή καταγωγή, μικρό εισόδημα ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο: Οι ευγενείς / πλούσιοι / μορφωμένοι και ο ~. Ούτε έχω ούτε είχα ποτέ σχέση με τον όχλο.
[λόγ. < αρχ. ὄχλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- όχλος ο.
-
- 1)
- α) Πλήθος ανθρώπων, συρφετός:
- (Γλυκά, Στ. 406), (Ντελλαπ., Στ. Θρην. 132)·
- β) ορδή, στίφος:
- (Διαθ. Αλ. 24)·
- γ) στρατός, στρατιωτική δύναμη:
- (Έκθ. χρον. 1411, 356)·
- δ) (στον πληθ.) ο απλός λαός, οι κατώτερες τάξεις:
- (Κύριλλ. Κων/π. 372), (Byz. Kleinchron. Á 741).
- α) Πλήθος ανθρώπων, συρφετός:
- 2) Θόρυβος, ταραχή, φασαρία:
- (Απόκοπ. 68), (Κορων., Μπούας 10), (Διγ. Z 3990).
[αρχ. ουσ. όχλος.Τ. άχλος στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]
- 1)