Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όχληση η [óxlisi] Ο33 : 1. (λόγ.) η ενόχληση. 2α. υπόμνηση που γίνεται σε κπ. συνήθ. με τη νόμιμη διαδικασία, για να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωσή του: Φυλακίστηκε για χρέη που παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις αρνιόταν να πληρώσει. β. (οικολ.) ρύπανση, μόλυνση ή γενικά φθορά του περιβάλλοντος: Bιομηχανία μικρής / μέσης / μεγάλης οχλήσεως. Tα βυρσοδεψεία ανήκουν στις βιομηχανίες βαριάς οχλήσεως.
[λόγ. < αρχ. ὄχλη(σις) `ενόχληση΄ -ση]