Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όχισκε, μόρ· όγεσκε· οέσκε· όισκε· όχεσκε.
-
- (Σε απαντήσεις) όχι:
- Όισκε, εις ουδένα τρόπον (Χριστ. διδασκ. 183· Μπερτόλδος 65).
[<συνεκφ. *όχι, συ καλέ. Ο τ. όγ‑ στο Βλάχ. Ο τ. όι‑ στο Somav. (λ. όϋ‑). Τ. ογέσκε και οΐσκε στο Du Cange (λ. όγειος και οῢσκε αντίστοιχα). Τ. όσκε και ούσκε στο Βλάχ. (λ. όγεσκε και ούσκαι αντίστοιχα) Η λ. και οι τ. όγεσκε, όσκε και άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ.]
- (Σε απαντήσεις) όχι: