Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όχθη η [óxθi] Ο30 : η καθεμιά από τις δύο λωρίδες ξηράς που περιορίζουν από δεξιά και αριστερά μια σημαντική ροή νερού: Οι όχθες ενός ποταμού / του χειμάρρου. Ομαλές / απόκρημνες όχθες. Δεξιά* / αριστερή* ~. Περνάω στην απέναντι ~. || (επέκτ.) για τη λωρίδα στεριάς που περικλείει οποιαδήποτε σημαντική ποσότητα νερού: Οι όχθες της λίμνης. || ακτή: Για να ελέγχει κάποιος ένα θαλάσσιο πέρασμα πρέπει να κατέχει και τις δύο του όχθες. ΦΡ η άλλη ~, η διαφορετική άποψη και εκείνοι που την υποστηρίζουν· η άλλη πλευρά.
[λόγ. < αρχ. ὄχθη]
[Λεξικό Κριαρά]
- όχθη η· αιτιατ. εν. όχθαν.
-
- Το τμήμα της ξηράς που βρίσκεται κοντά σε ποταμό ή θάλασσα, όχθη:
- (Απολλών. 347), (Διγ. Άνδρ. 38710).
[αρχ. ουσ. όχθη. Η αιτιατ. εν. όχθαν ήδη τον 6. αι. Τ. όχθα (πιθ. <επίδρ. της αιτιατ. πληθ.) στον Ησύχ. (TLG) και στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]
- Το τμήμα της ξηράς που βρίσκεται κοντά σε ποταμό ή θάλασσα, όχθη: