Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όχημα το [óxima] Ο49 : 1α. γενικός χαρακτηρισμός για κάθε κατασκευή που κινείται, συνήθ. με τη βοήθεια τροχών, και χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσο: Xειροκίνητο / ιππήλατο ~. Δίκυκλο / τρίκυκλο ~. Ερπυστριοφόρο ~. Σιδηροδρομικό ~, βαγόνι. ~ εστιατόριο, βαγκόν ρεστοράν. ~ αποσκευών, σκευοφόρος. β. ειδικότερα για κάθε μηχανοκίνητο όχημα και μάλιστα αυτοκίνητο: Bενζινοκίνητο / πετρελαιοκίνητο / ηλεκτροκίνητο ~. Οδηγός οχήματος. Aπαγορεύεται η στάθμευση / η διέλευση οχημάτων. Επιβατικό / φορτηγό ~. Στρατιωτικό ~. Όρχος οχημάτων. 2. (μτφ.) τρόπος, μέθοδος που χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε κτ.: Xρησιμοποίησε ένα νέο τρόπο γραφής, ένα ~ έκφρασης πρόσφορο για την εποχή μας. Mε ~ τη λαϊκή δυσαρέσκεια κατέλαβε την εξουσία.
[λόγ. < αρχ. ὄχημα `κάρο, ιδ. με μουλάρια΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχηματαγωγό το [oximataγoγó] Ο38 : πλοίο ειδικά κατασκευασμένο και διαρρυθμισμένο, έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει οχήματα, ιδίως αυτοκίνητα· φέρι μποτ.
[λόγ. οχηματ- (όχημα) + -αγωγόν κατά το οπλιταγωγόν μτφρδ. αγγλ. car ferry]