Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όφσετ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όφσετ το [ófset] Ο (άκλ.) : (τυπ.) μέθοδος κατά την οποία η εκτύπωση γίνεται αρχικά σε επιφάνεια με ειδική επίστρωση και από αυτή σε χαρτί. || (ως επίθ.): Tεχνική / εκτύπωση ~. Xαρτί ~, που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη εκτύπωση.

[λόγ. < αγγλ. offset]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες