Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όφελος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όφελος το [ófelos] Ο47 : ωφέλεια, κέρδος για κπ. ANT βλάβη: Εγώ δεν έχω κανένα ~ από αυτή τη δουλειά· γιατί λοιπόν να σας βοηθήσω; Οικονομικά / αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιο το ~ ή τι το ~;, σε τι ωφελεί; Ποιο το ~ από ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει; Προς ~ κάποιου, έτσι που αυτός να ωφελείται, να κερδίζει, να επωφελείται: H απεργία δεν έγινε προς ~ των εργατών.

[αρχ. ὄφελος]

[Λεξικό Κριαρά]
όφελος το· έφελος· οφέλος· 'φέλος· αιτιατ. εν. όφελον.
  • 1)
    • α) Ωφέλεια, κέρδος:
      • πάντα εγώ μαθαίνω σε … να είναι πάντα εις όφελον και εις καλόν σου μέγα (Σπαν. (Ζώρ.) V 422· Πανώρ. Β́ 571
      • (προκ. για πνευματική ωφέλεια):
        • Μην βαρεθείτε το ζιμιό ώστε να ιδείτε τέλος, και ύστερα με τον λόγον σας πέτε αν έχει οφέλος (ενν. η κωμεδιά) (Ευγέν. 154
    • β) συμφέρον:
      • (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 24
      • ο καθεείς το ξεύρει εις όφελόν του (Χρον. Μορ. P 7565).
  • 2)
    • α) Βοήθεια· ασφάλεια:
      • (Ερμον. Ζ 141
      • εδιόρθωναν είτι αν έκαμνεν χρεία διά όφελον του κάστρου τους (Θησ. (Foll.) I 91
    • β) (προκ. για ασθένεια) ίαση:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 158).
  • 3) Ευεργεσία:
    • ας πάμ’ ογλήγορα τσι λυγερές να βρούμε και το έφελος απ’ έκαμε τούτ’ η θεά να δούμε (Πανώρ. Δ́ 442).
  • 4) Χαρά, ευτυχία:
    • δοξασμένο μέλος οπού σ’ εμείς κι εις εσέν ήθελε δώσει 'φέλος (Φαλιέρ., Ιστ. 430).
  • Φρ.
  • 1) Βρίσκω όφελος = ωφελούμαι:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1354).
  • 2) Δίδεται όφελος, βλ. δίδω I Ά 15α φρ.
  • 3) Κάνω όφελος, βλ. κάμνω Φρ. 88.
  • 4) Πιάνω όφελος = φέρνω αποτέλεσμα:
    • (Αχέλ. 1992).
  • 5) Ποιώ όφελον = ωφελώ, φέρνω θετικό αποτέλεσμα, βοηθώ:
    • (Χρον. Μορ. P 5721).

[αρχ. ουσ. όφελος. Ο τ. έφ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες