Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσφρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όσφρηση η [ósfrisi] Ο33 : 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε την οσμή: Tο αισθητήριο της όσφρησης, η μύτη. Λεπτή / αδύνατη ~. Ο σκύλος κυνηγάει τα θηράματα κυρίως με την ~. 2. (μτφ., προφ.) η αντίλη ψη ή η διορατικότητα: Διαθέτει ~ και δεν του ξεφεύγει τίποτε.

[λόγ. < αρχ. ὄσφρη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες