Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όστρια η [óstria] Ο27α : (ναυτ.) ο νότιος άνεμος.
[παλ. ιταλ. ostra (-ια ίσως από επίδρ. της λ. νοτιά)]
[Λεξικό Κριαρά]
- όστρια η, (I).
-
- Ο νότιος άνεμος· το αντίστοιχο σημείο του ορίζοντα:
- ράξε … εις την όστρια και είσαι αναπαμένος (Πορτολ. Α 1289)·
- ανοίγει η μπούκα του κόρφου εις την όστρια (Πορτολ. Α 541· Βαρούχ. 7175).
[<παλαιότ. ιταλ. ostra ή <ιταλ. ostro + κατάλ. ‑ια. Η λ. σε έγγρ. του 16. και 18. αι. και σήμ.]
- Ο νότιος άνεμος· το αντίστοιχο σημείο του ορίζοντα:
[Λεξικό Κριαρά]
- όστρια η, (II).
-
- Στρείδι:
- καλαμάρια, όστριες, αχιβάδες (Αγαπ., Γεωπον. 224).
[<διαλεκτ. ιταλ. ostria (DEI, λ. ostra)]
- Στρείδι: