Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όστρακον το.
-
- 1) Θραύσμα πήλινου αγγείου:
- (Ιερακοσ. 4902, 49427).
- 2) Μίγμα από άμμο και κεραμίδια (πβ. αστράκιον):
- λαβών ιδίαις χερσί το άσβεστον μετά του οστράκου … έβαλεν επί το θεμέλιον (Hagia Sophia α 44215· k 47616).
- 3)
- α) Το σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, υδρόβιων και χερσαίων:
- (Ιερακοσ. 36611, 4933), (Βίος Αλ. 4348)·
- β) (προκ. για το οστό της σουπιάς):
- Σηπίας όστρακον (Ιερακοσ. 39715).
- α) Το σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, υδρόβιων και χερσαίων:
[αρχ. ουσ. όστρακον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Θραύσμα πήλινου αγγείου: