Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όστρακο το [óstrako] Ο40 : 1. το σκληρό οστεώδες περίβλημα διάφορων ζώων, ιδίως μαλακίων· καβούκι· (πρβ. κοχύλι, κέλυφος): Tο ~ του αστακού / του μυδιού / του σαλίγκαρου. Mαζεύει όστρακα και κοχύλια. Tο ~ της χελώνας, καύκαλο. 2. (αρχαιολ.) κάθε κομμάτι από πήλινο αντικείμενο, ιδίως αγγείο ή κεραμίδι, που είναι κατάλοιπο αρχαίου πολιτισμού: Εκατοντάδες από όστρακα ήταν τα μοναδικά ευρήματα της ανασκαφής.
[λόγ. < αρχ. ὄστρακον]
[Λεξικό Κριαρά]
- οστρακόδερμα τα· οστρακοδέρματα.
-
- Τάξη υδρόβιων ζώων που περιβάλλονται από όστρακο, οστρακοειδή:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431)·
- στάκτη των οστρακοδερμάτων, ήγουν κοχύλων, οστρειδίων και άλλων ομοίων (Αγαπ., Γεωπον. 170).
[αρχ. ουσ. οστρακόδερμα. Ο τ. (πβ. επίθ. οστρακοδέρματος στο Steph.) με επίδρ. του πληθ. δέρματα του ουσ. δέρμα. Η λ. και σήμ.]
- Τάξη υδρόβιων ζώων που περιβάλλονται από όστρακο, οστρακοειδή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστρακόδερμο το [ostrakóδermo] Ο42 (συνήθ. πληθ) : ονομασία ομάδας ζώων που ανήκουν στα μαλάκια.
[λόγ. < αρχ. ὀστρακόδερμον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστρακολογία η [ostrakolojía] Ο25 : 1. (ζωολ.) κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των οστράκων1. 2. (φιλολ.) κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση των κειμένων που σώζονται σε όστρακα2.
[λόγ. < γαλλ. ostracologie (στη σημ. 1) < αρχ. ὄστρακο(ν) + -logie = -λογία]
[Λεξικό Κριαρά]
- όστρακον το.
-
- 1) Θραύσμα πήλινου αγγείου:
- (Ιερακοσ. 4902, 49427).
- 2) Μίγμα από άμμο και κεραμίδια (πβ. αστράκιον):
- λαβών ιδίαις χερσί το άσβεστον μετά του οστράκου … έβαλεν επί το θεμέλιον (Hagia Sophia α 44215· k 47616).
- 3)
- α) Το σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, υδρόβιων και χερσαίων:
- (Ιερακοσ. 36611, 4933), (Βίος Αλ. 4348)·
- β) (προκ. για το οστό της σουπιάς):
- Σηπίας όστρακον (Ιερακοσ. 39715).
- α) Το σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, υδρόβιων και χερσαίων:
[αρχ. ουσ. όστρακον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Θραύσμα πήλινου αγγείου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστρακοφόρος -α / -ος -ο [ostrakofóros] Ε14 : για ζώα που περιβάλλονται από όστρακο1.
[λόγ. < νλατ. (πληθ.) ostracophori < αρχ. ὄστρακο(ν) + -phori, πληθ. του -phoros = -φόρος (διαφ. το αρχ. ὀστρακοφορία `ψηφοφορία με όστρακα΄)]