Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όστις, αντων.· ότις· ουδ. ό,τι· γεν. ότινος· ότου.
-
- Αναφορ.
- 1) Αοριστολ.
- α) (σε θέση επιθ. ή ουσ.) όποιος, οποιοσδήποτε:
- (Πόλ. Τρωάδ. 360)·
- Ότις θέλει να έρτει, ας έρτει (Μαχ. 44420· Ερωφ. Β́ 269)·
- (με επόμ. ή προηγ. την αντων. άλλος):
- λυπήθου με κι εσού … κι ότις άλλος αγροικήσει (Κυπρ. ερωτ. 7714· Ασσίζ. 2892)·
- (με επόμ. το και αν για να δηλωθεί παραχώρηση ή επίδοση):
- Εάν είς άνθρωπος αγωγιάσει το κτηνόν του, ότινος και αν ένι, … το δίκαιον ορίζει … (Ασσίζ. 32528)·
- β1) (το ουδ. σε θέση επιθ. κάθε γένους, αρ. και πτώσης):
- θες έχει ό,τι βουλή χρεία κάμνει ογιά τιμή σου (Ροδολ. Ά 96)·
- μ’ ότι τρόπον ημπορώ (Φαλιέρ., Ρίμ. 162)·
- (εδώ με την αντων. τίποτας μετριάζει την έννοια του ουσ. που ακολουθεί):
- είχασι ό,τι τίποτας ελπίδα μήπως … θέλει φανεί (ενν. το παιδίον) (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 443)·
- (με την αντων. άλλος):
- εσύ θεά, χαρίζεις: … τον πόθο, τη χαρά μας κι ό,τ’ άλλος αναγαλλιασμός (Πανώρ. Δ́ 284)·
- έκφρ. ό,τι ώρα = μόλις, την ώρα που:
- (Φορτουν. Γ́ 741), (Ροδολ. Δ́ 404)·
- β2) (το ουδ. σε θέση ουσ. γένους ουδ., αρ. εν., πτώσης ονομ. ή αιτιατ.) όποιο πράγμα, ό,τι, οτιδήποτε:
- να κάμω καλοσυνάτα ό,τι μπορώ (Ερωτόκρ. Β́ 1676)·
- ό,τι μ’ ορίσεις να γενώ (Φαλιέρ. Ιστ. 101· Ερωφ. Ά 504)·
- με επόμ. το (και) αν για να δηλωθεί παραχώρηση ή επίδοση:
- Ο ρήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει (Ερωτόκρ. Ά 223· Τζάνε, Κρ. πόλ. 53325.)
- α) (σε θέση επιθ. ή ουσ.) όποιος, οποιοσδήποτε:
- 2) Οριστ.
- α) ο οποίος:
- (Πόλ. Τρωάδ. 363), (Προδρ. IV 21), (Ασσίζ. 50615)·
- (με επόμ. τη συσχετ. αντων. εκείνος):
- μηδέν στραφείτε οπίσω, και όστις εκείνος θε στραφεί στήλη αλός να ποίσω (Χούμνου, Κοσμογ. 1122)·
- β) αυτός που:
- (Πανώρ. Δ́ 405)·
- ό,τι είναι σήμερα πρικύ, ταχιά 'ναι σαν το μέλι (Ερωτόκρ. Γ́ 1642)·
- (εδώ έναρθρ.):
- Τ’ ό,τι δε θέλω βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου (Ερωτόκρ. Έ 596).
- α) ο οποίος:
- 3) Ποιος
- α) (εισάγει πλάγια ερώτηση):
- (Διγ. Z 3704)·
- β) (εισάγει ευθεία ερώτηση):
- ότου χάριν προς ημάς … παρήκες; (Διγ. Z 3269).
- α) (εισάγει πλάγια ερώτηση):
- 4) (Σε ποσοτική χρ.)
- α) (κυρίως στο άκλ. ουδ. ως επίθ. ή ουσ.) όσος:
- Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη (Ερωτόκρ. Ά 887· Ερωτόκρ. Ά 609)·
- συ θε να τα χαίρεσαι ό,τι έχω κοπιασμένα (Ερωτόκρ. Ά 800)·
- β) (το ουδ. με το επίθ. πολύς ως επίρρ. επιτατ.) όσο το δυνατόν, υπερβολικά:
- (Σφρ., Χρον. 10223)·
- θανατικόν ό,τι πολύ εις την Πάτραν εγένετο (Σφρ., Χρον. 722).
- α) (κυρίως στο άκλ. ουδ. ως επίθ. ή ουσ.) όσος:
- 1) Αοριστολ.
[αρχ. αντων. όστις. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η γεν. και σήμ. ιδιωμ. Γεν. ούτινος και σήμ. κυπρ. Το ουδ. και σήμ. ως άκλ. αναφορ. αντων.]
- Αναφορ.