Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσπριο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όσπριο το [ósprio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για σπόρους μονοετών φυτών, οι οποίοι αναπτύσσονται μέσα σε λοβό και, όταν ωριμάσουν, ξηραίνονται και τρώγονται μαγειρεμένοι: Φασόλια, φακές κι άλλα όσπρια. Tου αρέσουν τα όσπρια. Παραγωγή / κατανάλωση οσπρίων. || φυτό που παράγει όσπρια: Kαλλιέργεια οσπρίων.

[λόγ. < αρχ. ὄσπριον]

[Λεξικό Κριαρά]
όσπριο(ν) το.
  • Όσπριο (συν. στον πληθ.):
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 269), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 77).

[αρχ. ουσ. όσπριον. Η λ (‑ο) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οσπριούτσικον το.
  • (Θωπευτ.) όσπριο·
    • (εδώ περιληπτ.):
      • ου θέλομεν οσπριούτσικον, ου θέλομεν τυρίτσιν …; (Προδρ. II 30-1 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. όσπριο(ν) + κατάλ. ‑ούτσικον]

[Λεξικό Κριαρά]
οσπριοφάγος, επίθ.· οσπρεόφαγος.
  • Που τρώει όσπρια:
    • ο μεν πατήρ σαρκοφάγος εστίν, η δε μήτηρ οσπρεόφαγός εστιν (Φυσιολ. (Sbord.) 742 κριτ. υπ).

[<ουσ. όσπριο(ν) + β́ συνθ. ‑φάγος. Τ. οσπρεοφάγος στο Steph. (λ. όσπρεον). Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες