Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όσα, επίρρ.
-
— Βλ. και όσον.
- 1) (Με ποσοτική σημασ.)
- α) Σε όσο βαθμό, όσο:
- (Χρον. Μορ. H 8327), (Συναξ. γυν. 703)·
- β) (αναφέρεται στο δεικτ. επίρρ. τόσον):
- όσα 'πό 'ξαυτόν της ξωμακρίζω τόσον περίτου αξάφτω (Κυπρ. ερωτ. 648).
- α) Σε όσο βαθμό, όσο:
- 2) (Με επόμ. το (και) αν εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. ενδοτική πρόταση):
- εσκότωσαν (ενν. οι γιανιτσάροι) τον βασιλιά όσα και αν αντρειωνέτον (Θρ. Κων/π. διάλ. 17· Κυπρ. ερωτ. 11733).
[αρχ. επίρρ. όσα. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) (Με ποσοτική σημασ.)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσάκις [osákis] επίρρ. : (λόγ.) κάθε φορά που.
[λόγ. < αρχ. ὁσάκις]