Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρχις ο [órxis] Ο γεν. όρχεως, αιτ. όρχι, πληθ. όρχεις, γεν. όρχεων : (ανατ.) ο καθένας από τους δύο γεννητικούς αδένες του άρρενος, οι οποίοι παράγουν το σπέρμα: Παθήσεις των όρχεων. Kαταστροφή / αφαίρεση των όρχεων· (πρβ. ευνουχισμός).
[λόγ. < αρχ. ὄρχις]