Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρυζα η [óriza] Ο27 λόγ. γεν. και ορύζης : (λόγ.) το ρύζι: Άνθος ορύζης, καλής ποιότητας αλεύρι από ρύζι. ΦΡ βράσε ~, σε περιπτώσεις ανεπανόρθωτης ατυχίας ή για δήλωση αδιαφορίας· ΣYN ΦΡ βράσε ρύζι.
[λόγ. < ελνστ. ὄρυζα ανατολ. προέλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- όρυζα η· ορύζα.
-
- Το φυτό ρύζι και ο καρπός του· (εδώ) είδος δημητριακού:
- το σιτάρι και η ορύζα δεν εδάρτηκαν ότι όψιμα αυτά (Πεντ. Έξ. IX 32).
[αρχ. ουσ. όρυζα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Το φυτό ρύζι και ο καρπός του· (εδώ) είδος δημητριακού: