Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρυγμα το [óriγma] Ο49 : α. (λόγ.) κάθε τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος με σχετικά μεγάλο βάθος. β. (στρατ.) πρόχειρο τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος που προσφέρει προστασία από το εχθρικό πυρ· (πρβ. χαράκωμα): Aτομικό ~. Tις πρώτες μέρες της άσκησης οι στρατιώτες πρέπει να εκπαιδευτούν στην κατασκευή ορυγμάτων.
[λόγ. < αρχ. ὄρυγμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- όρυγμα το.
-
- Υπόγεια δίοδος, σήραγγα:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 329).
[αρχ. ουσ. όρυγμα. Η λ. και σήμ.]
- Υπόγεια δίοδος, σήραγγα: