Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρτσα [órtsa] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα με το οποίο το πλοίο στρέφεται, ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τον άνεμο. ANT πόντζα. || (ως επίρρ.): Tο καράβι ταξιδεύει ~.
[ιταλ. orza (προστ. του ρ. orzare: ορτσάρω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- όρτσα, άκλ.· όρσα.
-
- Φρ. άμε όρτσα = ναυτ. παράγγελμα προκ. για διεύθυνση πλοίου –κυρίως ιστιοφόρου– προς την ευθεία της φοράς του ανέμου:
- ωσάν το αφήσεις (ενν. το ακρωτήριν) εις τον γρέγον, άμε όρτσα και ράξε όπου θέλεις (Πορτολ. Α 6710)·
- (γενικ.):
- κοστάριζε το Μαγονήσι … και άμε όρσα δεξιά και ράξε και δήσε (αυτ. Α 25513).
[<ιταλ. - βεν. orza (DEI, Boerio). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. με διάφ. σημασ. Η λ. και σήμ.]
- Φρ. άμε όρτσα = ναυτ. παράγγελμα προκ. για διεύθυνση πλοίου –κυρίως ιστιοφόρου– προς την ευθεία της φοράς του ανέμου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορτσάρω [ortsáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ το πλοίο αντίθετα στον άνεμο. ANT ποντζάρω. || Ορτσάρει το καράβι, κινείται αντίθετα στον άνεμο.
[ιταλ. orzar(e) -ω (σύγκρ. όρτσα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορτσάρω.
-
- (Ναυτ.) στρέφω την πλώρη του πλοίου στην ευθεία της φοράς του ανέμου:
- ωσά σιμώσεις το νησί του Καστελλίου, έρχεσαι το γύρο γύρο και αποκείς ορτσάρεις (Πορτολ. Α 18319‑20).
[<ιταλ. orzare. Η λ. και σήμ. (ναυτ.)]
- (Ναυτ.) στρέφω την πλώρη του πλοίου στην ευθεία της φοράς του ανέμου: