Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρσε [órse] : (λαϊκότρ., λαϊκ.) επιφωνηματική έκφραση που λέγεται συνήθ. ειρωνικά ή υβριστικά, συνοδευόμενη από την υβριστική χειρονομία της μούντζας, για να δηλώσει ο ομιλητής έντονη αντίρρηση στα λόγια, στην άποψη του συνομιλητή του· να, πάρε, άρπα: ~ πέντε. ~ παλιάνθρωπε / κανάγια / χαμένε / στραβάδι. ~ σ΄ όλο τον ντουνιά. Kι ύστερα σου λένε μάθε γράμματα· ~ στα γράμματα. ΠAΡ ΦΡ ~, γαμπρέ, κουφέτα, χλευαστικά για κπ. που ενεργώντας αδέξια δεν πέτυχε το στόχο του.
[< όρισε προστ. του ρ. ορίζω με συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. περιπατώ - περπατώ, σιτάρι > στάρι), σύγκρ. ορίστε]