Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όροφος ο [órofos] Ο19 : 1. το σύνολο των δωματίων ενός σπιτιού, των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή γενικά των χώρων μιας οικοδομής που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος από το έδαφος· πάτωμα: Σπίτι με έναν όροφο, μονώροφο. Ο πρώτος ~ βρίσκεται πάνω από το ισόγειο. Οικοδομή δύο / τριών / πολλών ορόφων, διώροφη, τριώροφη, πολυώροφη. Ο κάθε ~ έχει ένα / δύο / τρία διαμερίσματα. Kατοικεί στον τελευταίο όροφο, σε διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου. Iδιοκτησία κατ΄ όροφον, η οριζόντια ιδιοκτησία. 2. για καθένα από τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως μιας κατασκευής, τα οποία βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο: Οι όροφοι της τούρτας / του διαστημοπλοίου.
[λόγ. < αρχ. ὄροφος `στέγη΄ κατά τη σημ. του β' συνθ. στα τριώροφος, τετραώροφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- όροφος ο.
-
- 1)
- α) Οροφή, στέγη:
- (Διγ. Άνδρ. 39913), (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 38)·
- β) (μεταφ.):
- οι κλάδοι (ενν. των δένδρων) πάντες έθαλλον … και των καρπών αι συμπλοκαί όροφον εποιούντο (Διγ. Z 3791).
- α) Οροφή, στέγη:
- 2) Εσωτερική οροφή, ταβάνι:
- τριώροφα ποιήσας υπερώα έχοντα ύψος ικανόν, ορόφους παμποικίλους (Διγ. Gr. 3188· Διήγ. πόλ. Θεοδ. 62), (Βίος Αλ. 3540).
[αρχ. ουσ. όροφος. Η λ. και σήμ.]
- 1)