Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρνιθα η [órniθa] Ο28 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κότα.
[μσν. όρνιθα < ελνστ. ὄρνις ἡ, αιτ. -ιθα (αρχ. ὄρνις ὁ, ἡ `πουλί΄, `όρνιθα΄ στα αρχ.: ὄρνις θήλεια)]
[Λεξικό Κριαρά]
- όρνιθα, η.
-
- 1) Πουλί (γενικά):
- ως γιον η όρνιθα δεν φελά χωρίς τα πτερά της, ίτσου και ο ρήγας μοναχός του δεν φελά χωρίς μας (Μαχ. 23423)·
- (εδώ προκ. για περιστέρι):
- (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΓ́ [349]).
- 2) Κότα:
- (Γαδ. διήγ. 254), (Κατζ. Ά 55)·
- (σε χρ. παροιμ. προκ. για προσπάθεια κάπ. να αμφισβητήσει τις ίδιες του τις ομολογίες):
- η γιόρνιθα το γέννησε κι αβγό δεν είν’ κρασμένο (Στάθ. Β́ 198).
- Έκφρ. όρνιθα της Έντιας = φραγκόκοτα:
- (Ασσίζ. 4888).
[<αρχ. ουσ. όρνις. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Πουλί (γενικά):