Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρμος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρμος ο [órmos] Ο18 : μικρός κόλπος κατάλληλος για αγκυροβόλιο. ορμίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ὅρμος· λόγ. όρμ(ος) -ίσκος (διαφ. το ελνστ. ὁρμίσκος `περιδέραιο΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
όρμος (I) ο.
  • 1) Περιδέραιο:
    • (Βίος Αλ. 5051).
  • 2) (Μεταφ.) λιμάνι, καταφύγιο:
    • (Προδρ. III 44).

[αρχ. ουσ. όρμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όρμος (II), ορμός ο,
βλ. αρμός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες