Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρκος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρκος ο [órkos] Ο18 : 1. επίκληση του ονόματος του Θεού, ενός προσώπου, συνήθ. ιερού, ή μιας ηθικής αξίας, την οποία κάνει κάποιος για να ενισχύσει την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσής του ή γενικά για να αποδείξει την ειλικρίνειά του: Δίνω / κάνω / παίρνω όρκο, ορκίζομαι. Παίρνω όρκο πως αυτός είναι ο κλέφτης. ~ σε δικαστήριο. Ψεύτικος ~. || για υπόσχεση: Bεβαιώνω / υπόσχομαι κτ. με όρκο. ~ πίστεως / φιλίας / αγάπης. Kρατώ / τηρώ τον όρκο μου. ANT πατώ / παραβαίνω τον όρκο μου. (έκφρ.) δεν παίρνω όρκο, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για κτ. 2. επίσημο κείμενο που περιέχει ένορκη υπόσχεση για τήρηση ορισμένων αρχών ή καθηκόντων: Διαβάζω τον όρκο. Ο ~ των Φιλικών. Ο ~ του Iπποκράτη, που αναφέρει τις αρχές της ιατρικής δεοντολογίας στην αρχαία Ελλάδα και τον οποίο δίνουν οι απόφοιτοι της ιατρικής.

[αρχ. ὅρκος]

[Λεξικό Κριαρά]
όρκος (I) ο.
  • Όρκος, ένορκη διαβεβαίωση:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 725), (Πανώρ. Δ́ 45), (Χρον. Μορ. H 8650
    • (ως είδος σύστ. αντικ.):
      • (Βίος Αλ. 843), (Ασσίζ. 35116
    • (σε επίκληση όρκου):
      • μα τον όρκον τόν εποίκαμεν ουδέν εποίκεν τούτο (Ασσίζ. 8416).
  • Φρ.
  • 1)
  • α) Αποδίδω, αφυρώνω, βάνω (απάνου μου), δεσμώνω, δίδω, κάνω, ποιώ ή ποιώ (κάπ. ή προς κάπ.), πολεμώ, στήνω, τάσσω, τίθεμαι όρκο(ν) ή όρκους ή λαμβάνω τον όρκον μου ή λέγω όρκους κάπ. ή ομόνω εις τον όρκον μου ή περιλαμβάνω (τον) όρκον εξαυτού μου, ή ποιώ τον όρκον ότι … ή στρέφω όρκον κάπ. … (πβ. αφυρώνω όρκο, βλ. αφυρώνω I2 φρ., βάνω όρκο, βλ. βάνω I54, δεσμώνω όρκον, βλ. δεσμώνω 2, δίδω όρκον, βλ. δίδω IΑ7γ, κάνω όρκο, βλ. κάνω Φρ. 86, λαμβάνω όρκον, βλ. λαμβάνω Φρ. 25, λέγω όρκους κάπ., βλ. λέγω Φρ. 20α) = ορκίζομαι, δίνω ένορκες διαβεβαιώσεις, δένομαι με όρκο:
    • (Πόλ. Τρωάδ. 413
    • όρκους σε αφυρώνει (Χρον. Μορ. H 1253 (έκδ. αφιερώνει)· Σπαν. (Ζώρ.) V 325), (Βυζ. Ιλιάδ. 546), (Byz. Kleinchron. Ά 2203), (Ερωτοπ. 713, 659), (Ιστ. Βλαχ. 1430), (Ασσίζ. 21713), (Ιμπ. 299), (Μαχ. 4407), (Ερμον. H 262), (Ασσίζ. 843), (Ερμον. Ι 133, Γ 192, Ι 150), (Απόκοπ. 253), (Χρον. Μορ. P 2038), (Ασσίζ. 46915, 4693, 30518
  • β) είμαι εις (τον) όρκον ή έχω όρκον = είμαι δεσμευμένος, έχω δεσμευτεί με όρκο μαζί με άλλους:
    • (Χρον. Μορ. H 196), (Ασσίζ. 8419
  • γ) αποτελώ τους όρκους της αγάπης, βλ. αποτελώ Φρ. 3.
  • 2) Λέγω όρκους κάπ., βλ. λέγω Φρ. 20β.
  • 3) (Α)παίρνω (βλ. και επαίρνω 1α φρ.), λαμβάνω, παραλαμβάνω, πιάνω τους όρκους κάπ. ή βάνω σε όρκον κάπ. = ορκίζω κάπ.:
    • (Σφρ., Χρον. 15027), (Διγ. O 902), (Byz. Kleinchron. Á 20415), (Χρον. Μορ. H 1237), (Χρον. Τόκκων 1230), (Ιστ. Βλαχ. 993).
  • 4) Γελώ, λύνω, πατώ, τσακίζω, υπερθέτω ή υπερτίθημι, φθείρω, ψεύδομαι τον όρκον (μου) = παραβαίνω, καταπατώ τον όρκο μου, γίνομαι επίορκος:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 357), (Σαχλ., Β́ P 40), (Ερμον. Μ 152, 5), (Μαχ. 26225), (Ερμον. Ε 352), (Ασσίζ. 8425).
  • Εκφρ. Μετά όρκου ή διά, με όρκον ή εν όρκοις = ενόρκως:
    • (Ασσίζ. 8628, 33625), (Πεντ. Αρ. XXX 11), (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 121).

[αρχ. ουσ. όρκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όρκος (II) o.
— Βλ. και έλκος το.
  • Πύον:
    • τρία πιθάρια αίμα να ξεράσεις, το 'ναν αίμα, τ’ άλλον όρκο, τ’ άλλον το συκωτοπλέμονό σου (Σπανός B 173).

[<αρχ. ουσ. έλκος το (αφομ. ε‑ο> ο‑ο από επίδρ. του άρθρου, τροπή λ>ρ και αλλαγή γένους). Όρκος το σήμ. ποντ. Η λ. καθώς και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες