Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρκιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρκιση η [órkisi] Ο33 : η ενέργεια του ορκίζω: ~ του μάρτυρα / της νέας κυβέρνησης.

[λόγ. ορκι- (ορκίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες