Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όρθου, επίρρ.· όρτου.
-
- Κατακόρυφα, όρθια:
- εβάλαν μίαν νευρίαν όρτου (Μαχ. 4863).
[γεν. του επιθ. ορθός ως επίρρ. Πβ. επίρρ. όρτον (μήπως όρτου;) στο Meursius. Παλαιότ. χρ. γεν. του όρτου κυπρ.]
- Κατακόρυφα, όρθια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθούνι το,
- βλ. ρουθούνι.