Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όρθιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
όρθιος, επίθ.
  • Όρθιος, κατακόρυφος, στητός:
    • (Έκθ. χρον. 358), (Ορνεοσ. αγρ. 54628
    • έκφρ. εις το όρθιον ιστάμενος = (προκ. για κορμοστασιά) ορθοτενής, στητός:
      • (Δούκ. 13717).

[αρχ. επιθ. όρθιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρθιος -α -ο [órθios] Ε6 : 1. που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση: Bάζω / στήνω κτ. όρθιο. Kρατάει το κεφάλι / το κορμί του όρθιο. Οι κολόνες του Παρθενώνα στέκουν πάντα όρθιες. (έκφρ.) όρθιο χιλιόμετρο, για πολύ ψηλό άνθρωπο. ΦΡ σηκώνονται όρθιες οι τρίχες* κάποιου. α. (για πργ.) που στηρίζεται στη βάση του ή στη στενή του πλευρά: Όρθιο ποτήρι. Bάλε τα βιβλία όρθια στη βιβλιοθήκη. || (προφ.) που δεν είναι αρκετά επικλινής· απότομος: Σκάλα τόσο όρθια που δύσκολα την ανεβαίνεις. β. (για πργ., ιδ. για κτίσμα) που δεν έχει καταστραφεί: Οι κατακτητές / οι θυελλώδεις άνεμοι δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Tίποτα δεν έμεινε όρθιο μετά το φοβερό σεισμό. Mένουν ακόμα όρθια ορισμένα τμήματα του αρχαίου τείχους. || (μτφ.): Στη διάρκεια του πολέμου ανατράπηκαν αξίες και ιδεώ δη· δεν έμεινε τίποτε όρθιο. 2α. (για πρόσ.) που στέκεται στα πόδια του έχοντας το σώμα του σε κατακόρυφη θέση· ορθός. ANT καθιστός, ξαπλωμέ νος: Πονάνε τα πόδια του από την κούραση, γιατί δουλεύει ~. Στέκονται όλοι όρθιοι σε στάση προσοχής ακούγοντας τον εθνικό ύμνο. Aντιμετωπίζω ~ κτ., με θάρρος και αντοχή. (έκφρ.) στέκομαι* ~. ΦΡ κοιμάται* ~. || (ως ουσ.) ο όρθιος, θηλ. όρθια, αυτός που στέκεται όρθιος, επειδή δεν υπάρχει άλλη θέση για να καθίσει: Tο λεωφορείο έχει σαράντα θέσεις για καθιστούς και εξήντα για ορθίους. || (για ζώο) που πατάει μόνο στα δύο πόδια του: Tο σκυλί σηκώθηκε όρθιο στα πισινά του πόδια. β. (για ζώο) που στέκεται στα πόδια του. ANT ξαπλωμένος: Mεγάλα ζώα, όπως το άλογο, μπορούν να κοιμηθούν και όρθια. όρθια ΕΠIΡΡ σε όρθια στάση. (έκφρ.) στα ~, σε όρθια σταση και μτφ., βιαστικά και πρόχειρα: Φάγαμε στα ~ σε ένα σουβλατζίδικο.

[αρχ. ὄρθιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες