Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όρεξις ‑ξη η· όριξις ‑ξη.
-
- 1)
- α) Βούληση, θέληση· επιθυμία:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 600), (Καλλίμ. 842)·
- β) κλίση, ροπή:
- (Συναξ. γυν. 473)·
- γ) ερωτική, σαρκική επιθυμία:
- (Βεντράμ., Γυν. 187)·
- εφυλάχθηκα … παρθένος και έφυγα τας ορέξεις της σαρκός μου (Διγ. Άνδρ. 39525)·
- (προσωποπ.):
- όρεξη, τείντα 'σαι λοιπόν πεθυμημένη …; (Κυπρ. ερωτ. 1025)·
- δ) επιθυμία φαγητού, όρεξη:
- (Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 2)·
- φαγών τούτο ωφεληθήσεται … ώστε το χωνεύσαι και την όρεξιν διεγείραι (Ιερακοσ. 50130)·
- ε) επιθυμία ύπνου, νύστα:
- όρεξιν είχε πάμπολλην από την αγρυπνίαν. Έπεσεν, εκοιμήθηκεν (Πόλ. Τρωάδ. 594 κριτ. υπ.)·
- στ) παράξενη επιθυμία, ιδιοτροπία:
- Ω φύση, … αππόθθεν τίτοιες όρεξες σου μπαίννουν και καταλυείς τά φτιάννεις δίχα αιτίαν; (Κυπρ. ερωτ. 2610)·
- ζ) προτίμηση:
- (Δεφ., Λόγ. 445)·
- σου τάσσω και μιαν αλλαξά ρούχα της όρεξής σου (Φορτουν. Ά 133).
- α) Βούληση, θέληση· επιθυμία:
- 2)
- α) Διάθεση:
- με καλήν όρεξιν ηθέλησεν (ενν. ο Αβραάμ) να κάμει τον ορισμόν του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 128r)·
- β) προθυμία· ζήλος:
- η θυγατέρα σας 'ς τούτα όρεξη δεν έχει και μηδέ θε να παντρευτεί (Ερωτόκρ. Δ́ 356· Ιστ. Βλαχ. 1628)·
- γ) αφοσίωση· πίστη· εμπιστοσύνη:
- Αβραάμ, μεγάλη η πίστη σου, μεγάλη η όρεξή σου (Θυσ. 945· 953)·
- δ) χαρακτήρας:
- Πολλοί πριν τους γνωρίσουσιν φαίνονται γλυκόλογοι … δείχνουν καλές ορέξες (Σπαν. (Ζώρ.) V 301)·
- ε) σκληρότητα, απονιά:
- περνάς στην όρεξη πάσα θεριό του δάσου (Ερωφ. Έ 437).
- α) Διάθεση:
- 3) Συναίσθημα, «καρδιά»:
- ο Θεός με βιάζει, να κάμει ο νους κι η όρεξη εκείνα τά λογιάζει (Θυσ. 240· Ερωτόκρ. Ά 1263).
- 4) Πρόθεση, σκοπός:
- τόσον εσύντυχεν ο αμιράς, ότι έκοψεν τον σουλτάνον από την κακήν όρεξιν όπου είχεν εις τον μαντατοφόρον (Μαχ. 1849· Αχέλ. 1430).
- 5) Απόφαση:
- Τούτα τα μάτια, οπού θωρείς και τρέχου σαν ποτάμι, …, δεν έχου τόση δύναμη σήμερο να σε ποίσου να με γνωρίσεις για παιδί, ν’ αλλάξει η όρεξή σου; (Θυσ. 802).
- 6) Ασυγκράτητη ορμή:
- η όρεξις τους ενίκησεν, επήρεν τους το θάρρος και πάλιν επιλάλησαν (Αχιλλ. L 404).
- 7) Δύναμη· θάρρος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3893)·
- πρεπό 'ναι πασαείς μ’ όλη την όρεξίν του να πολεμήσει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 79).
- 8) Συνεννόηση, συμφωνία:
- ένι κρατημένος να ποίσει με τον αυθέντην του τοίχου καλήν όρεξιν διά να το αφήσει το βολίκιν του (Ασσίζ. 1105).
- 9) Διασκέδαση:
- μέλλει διά να 'βγει η θυγατέρα 'δω κι εκεί για όρεξη να πάγει (Διγ. O 50).
- 10) Υγεία:
- αγαπώ πολλά να ’χεις την όρεξή σου, γιατί έχω ακριβότατη φιλότριαν τη ζωή σου (Φαλιέρ., Ιστ. 47).
- Εκφρ.
- 1) Εις όρεξιν κάπ. = σύμφωνα με την επιθυμία κάπ.:
- (Διγ. Z 1529).
- 2) Σ’ όλην την όρεξίν (μου) = όσο θέλω:
- (Θησ. B́ [961]).
- Φρ.
- 1) Είμαι εις όρεξη να …, βλ. είμαι Γ́ Φρ. 8.
- 2) Είμαι στην όρεξη κάπ. = ανταποδίδω την αγάπη κάπ.:
- (Φορτουν. Β́ 254).
- 3) Έρχεταί μου εις όρεξη να … = αποφασίζω να …:
- (Θησ. (Foll.) I 2).
- 4) Έρχομαι εις όρεξιν = αποφασίζω:
- (Χρον. Μορ. H 6607).
- 5) Έχω (σ’) όρεξιν (να) … = θέλω, επιθυμώ· έχω σκοπό να …:
- (Αχέλ. 1518), (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 11139).
- 6) Ζητά κ. η όρεξή (μου) = επιθυμώ να φάω κ., λιγουρεύομαι:
- (Κατά ζουράρη 73‑4).
- 7) Θέλει η όρεξή (μου) = επιθυμώ, θέλω:
- (Ερωτόκρ. Ά 244).
- 8) Κάνει μου όρεξη να … = θέλω, επιθυμώ, έχω διάθεση να …:
- (Ευγέν. 845).
- 9) Λέγει η όρεξή μου, βλ. λέγω Φρ. 3.
- 10) (Με) βαστά η όρεξή (μου), (με) παίρνει η όρεξη, με φέρνει η όρεξις = επιθυμώ, θέλω:
- (Ερωτόκρ. Ά 531), (Διγ. Esc. 1481), (Χρον. Μορ. H 7638).
- 11) Πέφτω εις όρεξιν να … = συμφωνώ να …:
- (Χρον. Μορ. H 516).
- 12) Το κάνει η όρεξή (μου) = θέλω, επιθυμώ:
- (Αγν., Ποιήμ. Ά 49).
[αρχ. ουσ. όρεξις. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ξη) και σήμ.]
- 1)