Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όργωμα το [órγoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οργώνω: Tο τρακτέρ χρησιμοποιείται κυρίως για το ~ των χωραφιών. Bαθύ / επιφανειακό ~. Aνοιξιάτικο / φθινοπωρινό ~. || (λαϊκότρ.) οργωμένο χωράφι.
[οργώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- όργωμα το.
-
- 1) Το σκάψιμο της γης με αλέτρι για τη σπορά, όργωμα·
- (εδώ όργωμα και συνεκδ. σπορά):
- όργωμα και θέρος (Πεντ. Γέν. XLV 6).
- (εδώ όργωμα και συνεκδ. σπορά):
- 2) Η εποχή του οργώματος και της σποράς:
- εις την ημέρα την έφτατη να 'ξαργήσεις, εις το όργωμα και εις το θέρος να 'ξαργήσεις (αυτ. Έξ. XXXIV 21).
[<οργώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Το σκάψιμο της γης με αλέτρι για τη σπορά, όργωμα·
[Λεξικό Κριαρά]
- οργώμαι.
-
- Εκδηλώνω θυμό, οργή εναντίον κάπ.:
- Για 'δέτε ποιους σπλαχνίζεται (ενν. ο Χριστός) … και ποίους πάλι οργάται (Δεφ., Σωσ. 366· Βεντράμ., Γυν. 75).
[<οργίζομαι]
- Εκδηλώνω θυμό, οργή εναντίον κάπ.: