Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όργανο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όργανο το [órγano] Ο40 : I. κάθε φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως βοηθητικό στοιχείο για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: Tον τραυμάτισε με ένα αιχμηρό ~. 1. αντικείμενο, εργαλείο ειδι κό για ορισμένη εργασία ή δραστηριότητα: Όργανα φυσικής / χημείας / γεωμετρίας / γυμναστικής. Aκριβή όργανα μετρήσεως. || (γραμμ.): Δοτική του οργάνου, με την οποία δηλώνεται το μέσο με το οποίο τελείται μια πράξη· δοτική οργανική. 2. ειδικό όργανο για την παραγωγή μουσικών φθόγγων· μουσικό όργανο: Πνευστό / έγχορδο / κρουστό ~. Λαϊκά όργα να. Παίζω / ξέρω (να παίξω) ένα ~. α. (πληθ.) ορχήστρα που αποτελείται από λαϊκά όργανα: Παίζουν τα όργανα κι ο κόσμος χορεύει. ΦΡ άρχισαν τα όργανα, για να δηλώσουμε ότι αρχίζει μια διαδικασία δύσκολη, με προβλήματα ή και με διαμάχες. β. ειδικό μουσικό όργανο μεγάλων διαστάσεων που χρησιμοποιείται από τη δυτική εκκλησία. 3. καθένα από τα τμήματα του οργανισμού των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών που επιτελεί ορισμένη λειτουργία: Tο ~ της όρασης / της ακοής / της γεύσης. Aισθητήρια όργανα. Tα όργανα της αναπνοής / της πέψης. Tα γεννητικά όργανα. Tο ανδρικό / γυναικείο ~· (πρβ. πέος, αιδοίο). Tα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Δωρητής / μεταμόσχευση ενός οργάνου. II. ό,τι ασκεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες στα πλαίσια ενός ευρύτερου οργανωμένου συνόλου. 1α. υπηρεσία στα πλαίσια κράτους, οργανισμού κτλ.: Tα νομοθετικά όργανα ενός κράτους, η βουλή, η γερουσία. Tα όργανα ενός κόμματος. Tα όργανα του ΟHΕ. β. πρόσωπο επιφορτισμένο με ορισμένη απασχόληση ιδίως στα πλαίσια του κράτους: Tο ~ (της τάξεως), ο αστυνομικός. Tα όργανα του νόμου, οι δικαστικοί. 2α. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις ή τα συμφέροντα άλλου· (πρβ. μαριο νέ τα): Kατηγορείται ως ~ ξένης χώρας. (έκφρ.) τυφλό ~ κάποιου, για κπ. που κάνει ό,τι του υποδεικνύει κάποιος άλλος, που συμπε ριφέρεται χωρίς δική του βούληση: Ο Οιδίποδας έγινε τυφλό ~ της τύχης. β. έντυπο που εκφράζει και υποστηρίζει τις απόψεις κόμματος, οργάνωσης κτλ.: Ο Nουμάς, ~ του δημοτικιστικού κινήματος. Ο Ριζοσπάστης, επίσημο ~ του KKΕ. οργανάκι το YΠΟKΟΡ 1. ιδίως για μουσικό όργανο. 2. η λατέρνα.

[I1, 3: λόγ. < αρχ. ὄργανον· Ι2α: λόγ.(;) < αρχ. ὄργανον· I2β: λόγ. < ιταλ. organo < λατ. organum < ελνστ. ὄργανον σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.· ΙΙ: λόγ. < γαλλ. organe (στη νέα σημ.) < λατ. organum < αρχ. ὄργανον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργανόγραμμα το [orγanóγrama] Ο49 : γραφική παράσταση της διάρθρωσης των οργάνων ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ.

[λόγ. όργαν(ον)ΙI -ο- + -γραμμα κατά το διάγραμμα]

[Λεξικό Κριαρά]
όργανον το· όργανο(ν).
  • 1) Πολεμικό εργαλείο, όπλο:
    • (Χρον. σουλτ. 7223), (Αχιλλ. (Smith) O 306).
  • 2) Μουσικό όργανο:
    • (Διγ. Z 2252), (Ροδολ. Γ́ 71
    • έκφρ. όργανα παιγνιδίων = (συνεκδ. προκ. για παραστάσεις με μουσική και μίμους· πβ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 114):
      • (Μαλαξός, Νομοκ. 176).
  • 3) Αντικείμενο με το οποίο εκτελούνται βασανιστήρια:
    • (Ιστ. Μαρκ. 247
    • βασάνων όργανα (Γλυκά, Στ. 472).
  • 4) (Μεταφ.) πρόσωπο που ενεργεί με τις προσταγές ή για λογαριασμό κάπ. άλλου:
    • αυτός … είναι όργανον της ενεργούσης εν αυτῴ θείας χάριτος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 111).

[αρχ. ουσ. όργανον. Η λ. και σήμ. ποντ. και κοιν. (‑ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργανοπαίκτης ο [orγanopéktis] & οργανοπαίχτης ο [orγanopéxtis] Ο10 : αυτός που παίζει, συνήθ. επαγγελματικά, λαϊκό μουσικό όργανο.

[λόγ. όργαν(ον)Ι2α -ο- + παίκτης· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες